- τσιμπώ
- τσίμπησα, τσιμπήθηκα, τσιμπημένος1. κεντώ, αγκυλώνω με αιχμηρό αντικείμενο: Με τσίμπησε με βελόνα.2. πιέζω δυνατά το δέρμα κάποιου με τα δύο δάχτυλά μου (με αντίχειρα και δείχτη), ώστε να πονέσει: Μην το τσιμπάς το παιδί.3. ραμφίζω, χτυπώ με το ράμφος ή παίρνω τροφή με το ράμφος (για πουλιά): Ρίξε καλαμπόκι να τσιμπήσουν οι κότες.4. αρπάζω το δόλωμα από το αγκίστρι (για ψάρια): Θα πιάσουμε εδώ τσιπούρες, τσιμπούνε πολύ.5. μτφ., τρώω πρόχειρα λίγο και βιαστικά: Δεν πεινάω, τσίμπησα κάτι πριν φύγω.6. μτφ., επιτήδεια και τμηματικά αποσπώ από κάποιον μικρά χρηματικά ποσά: Τσίμπησες πάλι το εικοσάρικο απ' το θείο.7. μτφ., συλλαμβάνω: Την ώρα που έκλεβε το πορτοφόλι, τον τσίμπησε ο χωροφύλακας.8. δίνω θάρρος ερωτικά, ανταποκρίνομαι ερωτικά: Η ξανθιά τσιμπάει.9. το μέσ., τσιμπιέμαι ερωτεύομαι, νιώθω το τσίμπημα του έρωτα: Είναι τσιμπημένος με τη μελαχρινή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.